βαροθερμόμετρο(ν)

βαροθερμόμετρο(ν)
το баротермометр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαροθερμόμετρο(ν)" в других словарях:

  • βαροθερμόμετρο — Συσκευή με την οποία μπορεί να βρεθεί η ατμοσφαιρική πίεση ενός τόπου με τη μέτρηση της θερμοκρασίας βρασμού ενός υγρού, συνήθως νερού. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός ότι το σημείο βρασμού των υγρών αποτελεί συνάρτηση της ατμοσφαιρικής… …   Dictionary of Greek

  • υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»